Την ώρα που οι ΗΠΑ επενδύουν στην αποδυνάμωση της Ρωσίας, δεν μπορούν να υποστηρίξουν εσαεί τον πόλεμο στην Ουκρανία
Ήταν οι ίδιες οι αμερικανικές αρχές που πρόσφατα περίπου δημοσιοποίησαν την αντίθεσή τους με ορισμένες επιλογές της κυβέρνησης της Ουκρανίας.
Καταρχάς, υπήρξε η έκθεση των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών που απέδωσαν την μεγάλης κλίμακας δολιοφθορά στον αγωγό Nord Stream σε πράκτορες των Ουκρανικών υπηρεσιών. Η απόδοση αυτής της ενέργειας στους Ουκρανούς, που αμφισβητείται καθώς θεωρείται πολύ δύσκολο μια μικρή ομάδα με ένα μικρό γιοτ να μπόρεσε να οργανώσει τέτοια επιχείρηση, έχει παράλληλα έναν έμμεσο χαρακτήρα αποδοκιμασίας της ουκρανικής πλευράς, ιδίως από τη στιγμή που το συγκεκριμένο σαμποτάζ κατά βάση φάνηκε ως να ήθελε βίαια να αποκόψει την Ευρώπη από κάθε ροή φυσικού αερίου από Ρωσία.
Έπειτα, υπήρξαν αλλεπάλληλες διαρροές και τοποθετήσεις για το πώς η αμερικανική πλευρά θεωρεί ότι είναι ανεδαφική η επιμονή της ουκρανικής κυβέρνησης ότι η Ρωσία μπορεί να ηττηθεί σε τέτοιο βαθμό που να αναγκαστεί να εγκαταλείψει ακόμη και την Κριμαία, την ώρα που οι ΗΠΑ περίπου ρητά εκτιμούν ότι δύσκολα μπορούν να αντιστραφούν οι ντε φάκτο αλλαγές συνόρων του 2014.
Και η τρίτη ένδειξη ήταν ο τρόπος που οι αμερικανικές αρχές έχουν διαμηνύσει σε όλους τους τόνους ότι διαφωνούν με την ουκρανική τακτική γύρω από το Μπαχμούτ που στα μάτια τους φαντάζει μια υπερβολική εμμονή σε μια πόλη χωρίς ιδιαίτερη στρατηγική σημασία. Μάλιστα, έχει ενδιαφέρον ότι επιπλέον είναι οι ίδιοι οι Αμερικανοί που τροφοδοτούν τη δημόσια σφαίρα με στοιχεία για την «υπερβολική κατανάλωση» πυρομαχικών, ιδίως βλημάτων πυροβολικού από την ουκρανική πλευρά στο Μπαχμούτ, κατανάλωση που υπερβαίνει τη δυνατότητα που έχουν οι ΗΠΑ να παράγουν πυρομαχικά.
Όλα αυτά θα μπορούσαν να ερμηνευτούν τόσο ως μια μερική λήψη απόστασης από την ουκρανική κυβέρνηση, όσο και ως πίεση για μια αλλαγή πορείας και μια διαφορετική τακτική της ουκρανικής πλευράς στα στρατιωτικά μέτωπα.
Την ίδια ώρα, οι ΗΠΑ εξακολουθούν επιδιώκουν την ήττα της Ρωσίας
Η απόσταση που δείχνουν οι ΗΠΑ να παίρνουν από την ουκρανική πλευρά δεν αναιρεί ότι την ίδια στιγμή όχι μόνο επιδιώκουν την ήττα της Ρωσίας στη σύγκρουση με την Ουκρανία, αλλά και σε μεγάλο βαθμό εξώθησαν τα πράγματα προς την πολεμική σύγκρουση. Και αυτό γιατί η κλιμάκωση της έντασης στη «γραμμή επαφής» στο Ντονμπάς πιθανώς να μην είχε υπάρξει, εάν η ουκρανική κυβέρνηση δεν αισθανόταν ότι θα υπήρχε δυτική στήριξη εάν υπήρχε κλιμάκωση της σύγκρουσης, ενώ επίσης είναι αρκετά σαφές ότι από ένα σημείο και μετά οι δυτικές κυβερνήσεις και οι ΗΠΑ επέλεξαν να αποτρέψουν την Ουκρανία από οποιαδήποτε διαπραγμάτευση για ειρήνευση, προκρίνοντας τη στρατιωτική, πολιτική και οικονομική ενίσχυση της ώστε να μπορέσει να αντισταθεί στη ρωσική ειδική στρατιωτική επιχείρηση.
Αυτό έχει να κάνει με τον συνολικότερο τρόπο που οι ΗΠΑ ούτως ή άλλως από καιρό (ήδη πριν από την ουκρανική κρίση του 2014) αντιμετώπιζαν τη Ρωσία ως έναν δυνάμει αντίπαλο, ως μια δύναμη που έπρεπε να αποδυναμωθεί, ώστε να κατοχυρωθεί η αμερικανική πρωτοκαθεδρία. Αυτό εντάθηκε και από τον τρόπο που αναδύθηκε ως ιστορικό ενδεχόμενο η δυνατότητα μιας ευρασιατικής σύγκλισης με την Κίνα, που θα μπορούσε να αποτελέσει μια συνολικότερη αμφισβήτηση της αμερικανικής ηγεμονίας.
Και αυτός είναι ένας τρόπος σκέψης που διαπερνά πολύ μεγάλο μέρος του αμερικανικού πολιτικού, διπλωματικού και στρατιωτικού κατεστημένου και εξηγεί γιατί ουσιαστικά για μεγάλο διάστημα η πρακτική των ΗΠΑ ήταν μια αναζήτηση εστιών έντασης που θα μπορούσαν δυνητικά να αποδυναμώσουν και τη Ρωσία.
Προφανώς και υπήρχε η επίγνωση ότι μια απευθείας σύγκρουση θα μπορούσε να έχει εξαιρετικά επικίνδυνη εξέλιξη, εφόσον μιλάμε για πυρηνικές υπερδυνάμεις, όμως αυτό δεν αναιρεί διάφορες παραλλαγές «πολέμου δι’ αντιπροσώπων», με αποκορύφωμα όσα γίνονται στην Ουκρανία.
Και αυτό εξηγεί γιατί θεωρήθηκε ότι η Ουκρανία ήταν «το μεγάλο λάθος» του Πούτιν, αυτό που θα μπορούσε υπό το βάρος μιας ρωσικής ήττας στα πεδία των μαχών, να οδηγήσει σε μια «αλλαγή καθεστώτος».
Η πραγματικότητα στο πεδίο των μαχών
Όμως, την ίδια στιγμή υπάρχει και ο συσχετισμός δύναμης στο ίδιο το πεδίο των μαχών. Επίκεντρο των μαχών παραμένει το Μπαχμούτ. Οι ουκρανικές δυνάμεις εξακολουθούν να μην θέλουν να εγκαταλείψουν αυτή την πόλη, παρότι έχουν σημαντικές απώλειες και ταυτόχρονα αναγκάζονται να χρησιμοποιούν τεράστιους όγκους πυρομαχικών κάθε μέρα στην προσπάθεια να ανακόψουν τη ρωσική προέλαση. Αυτό έχει να κάνει με το πώς εκτιμούν ότι τυχόν πτώση του Μπαχμούτ θα διαμορφώσει νέο συσχετισμό συνολικά στο μέτωπο, έναν συσχετισμό που θα μπορούσε να σημαίνει μεγαλύτερη πίεση να προχωρήσουν σε κάποιου είδους διαπραγμάτευση για ειρήνη. Αυτό εξηγεί γιατί επιμένουν σε αυτή την τακτική παρά το μεγάλο κόστος σε ζωές και εξοπλισμό. Ωστόσο, την ίδια ώρα αυτό ήδη αρχίζει να έχει επιπτώσεις και στο ηθικό των ίδιων των ουκρανικών δυνάμεων.
Και είναι αυτή η πραγματικότητα που εξηγεί και γιατί υπάρχει τόσο μεγάλη πίεση από την ουκρανική κυβέρνηση προς τη Δύση για οπλικά συστήματα που θα μπορούσαν να διαμορφώσουν νέα κατάσταση, όπως είναι πιο προηγμένα μαχητικά αεροσκάφη και πυραυλικά συστήματα που θα επέτρεπαν πλήγματα ακόμη και στο έδαφος της Ρωσίας.
Αντίστοιχα, η προθυμία ή όχι να προσφερθούν τέτοια εξελιγμένα οπλικά συστήματα αποτυπώνει και τις διαιρετικές γραμμές εντός της δυτικής συμμαχίας ανάμεσα σε δυνάμεις που προκρίνουν την κλιμάκωση της σύγκρουσης με κάθε τρόπο και δυνάμεις που ως ένα βαθμό έχουν και δεύτερες σκέψεις.
Σε αυτή τη συνθήκη δεν φαίνεται εύκολο το επόμενο διάστημα να μπορεί να ξεδιπλωθεί κάποια ουκρανική αντεπίθεση που να μπορεί να αλλάξει ριζικά τον συσχετισμό. Ούτε από την άλλη η Ρωσία δείχνει τη διάθεση να κάνει μια μεγάλη επιθετική κίνηση πέραν της σταδιακής προσπάθειας να κατοχυρώσει θέσεις και παράλληλα να αυξήσει την πίεση μέσα από βομβαρδισμούς υποδομών της Ουκρανίας.
Ο φόβος του «ατυχήματος»
Σε αυτό το φόντο μπορούμε να δούμε και το περιστατικό με την κατά τις ΗΠΑ κατάρριψη μη επανδρωμένου αεροσκάφους από ρωσικό μαχητικό. Ανεξαρτήτως του εάν ήταν κατάρριψη ή πτώση ως έμμεσο αποτέλεσμα των χειρισμών του ρωσικού αεροσκάφους, είναι σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με ένα περιστατικό έδειξε τον κίνδυνο μιας άμεσης επαφής ανάμεσα σε ρωσικές και αμερικανικές δυνάμεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρότι οι ΗΠΑ κατηγόρησαν τη Ρωσία ότι το έκανε συνειδητά, εντούτοις ήταν σαφές ότι ο τόνος τους δεν παρέπεμπε σε λογική «αντιποίνων», παρότι ακούστηκαν και τέτοιες φωνές στις ΗΠΑ.
Ωστόσο, είναι σαφές ότι όσο μεγαλώνει η δυτική και αμερικανική εμπλοκή στον πόλεμο, όσο αυξάνουν οι αποστολές υλικού, όσο αποστέλλεται υλικό που πιθανόν να χρειάζεται και συμβούλους ή εκπαιδευτές (αν και η εκπαίδευση Ουκρανών στρατιωτικών σε δυτικά οπλικά συστήματα γίνεται κυρίως εκτός ουκρανικού εδάφους), όσο αυξάνεται η χρήση π.χ. αεροσκαφών (επανδρωμένων και μη) κοντά στην περιοχή της σύγκρουσης, τόσο αυξάνει ο κίνδυνος ενός ατυχήματος.
Η παράταση του αδιεξόδου
Όλη αυτή η συνθήκη έχει ως αποτέλεσμα να είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο για τις ΗΠΑ να αναλάβουν πρωτοβουλίες που θα είχαν άμεσο στόχο την κατάπαυση του πυρός και σε επόμενο χρόνο μια διαρκή ειρήνη.
Και αυτό γιατί μια τέτοια διαδικασία δεν θα ισοδυναμούσε με «ήττα της Ρωσίας, αφού η τελευταία θα κατοχύρωνε ουσιαστικά την αλλαγή συνόρων όχι μόνο του 2014 αλλά και ως ένα βαθμό της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης», ενώ δύσκολα θα μπορούσε να δρομολογηθεί «αλλαγή καθεστώτος».
Την ίδια στιγμή η παράταση του πολέμου, σημαίνει πολύ μεγάλο οικονομικό κόστος για τους δυτικούς συμμάχους, ενδεχόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια για αυτό τον λόγο και τον διαρκή κίνδυνο ενός «ατυχήματος» μεγάλης κλίμακας που θα έφερνε πιο κοντά μια «άμεση» αντιπαράθεση ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία.
Και μπορεί προς το παρόν στις περισσότερες δυτικές χώρες να μην καταγράφεται κάποια μεγάλη αντίδραση στην πολεμική εμπλοκή, δεν είναι δεδομένο ότι αυτό θα συνεχιστεί επ’ άπειρον, δεδομένου και του κόστους.
Την ίδια ώρα ο τρόπος που η Δύση επιμένει στην εμπλοκή σε αυτή τη σύγκρουση σημαίνει ότι στην πραγματικότητα όχι μόνο επιταχύνει αυτό που υποτίθεται ότι θα ήθελε να αποτρέψει, δηλαδή μια συνολικότερη σύγκλιση Ρωσίας και Κίνας – ενδεικτική η σημασία της αναμενόμενης επίσκεψης του Σι Τζινπίνγκ στη Μόσχα –, αλλά και μια διαμόρφωση ενός τοπίου όπου δημιουργείται χώρος για άλλες διπλωματικές πρωτοβουλίες – ενδεικτικές και εδώ οι πρωτοβουλίες της Κίνας.
Ωστόσο, σε αυτή τη φάση δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια πιο συνολική πρωτοβουλία για αλλαγή πορείας. Ακόμη και οι έμμεσες πιέσεις προς την Ουκρανία δύσκολα μπορούν να οδηγήσουν σε αλλαγή στάσης.